επίγονος

επίγονος
(3ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, είχε φιλοτεχνήσει πολλά αγάλματα μεταξύ των οποίων ενός σαλπιγκτή και το σύμπλεγμα μιας νεκρής μητέρας με ένα παιδάκι δίπλα της. Η υπογραφή ενός γλύπτη Ε. εμφανίζεται σε τρία βάθρα αγαλμάτων της Περγάμου (η πρώτη χρονολογείται στο α’ μισό του 3ου αι. π.Χ.). Χρειάστηκε επίσης να ερευνηθεί το όνομά του σε δύο άλλες επιγραφές στις βάσεις του μνημείου που ανήγειρε ο Άτταλος Α’ για να γιορτάσει τις νίκες του εναντίον των Γαλατών και έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο σαλπιγκτής του θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον θνήσκοντα Γαλάτη του Μουσείου του Βατικανού, αντίγραφο από το μνημείο του Άτταλου Α’.
* * *
-ο (AM ἐπίγονος, -ον)
απόγονος, διάδοχος, κληρονόμος («μενεῑ κτέανά τ' ἐπιγόνοις», Αισχ.)
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε μετά από άλλο (ειδ. για διδύμους)
2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον επίδοξο κληρονόμο («ἐὰν δέ τισιν... πλείους ἐπίγονοι γίγνωνται», Πλάτ.)
3. σώμα νεαρών βαρβάρων στον στρατό τού Μεγάλου Αλεξάνδρου
4. αυτός που γεννήθηκε από δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γόνος (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τού αρχικού θ. -γεν-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἐπίγονος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίγονος — born besides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίγονος — ο 1. απόγονος, διάδοχος. 2. ως κύρ. όν. στον πληθ., Επίγονοι, α. (μυθ.), οι γιοι των εφτά ηγεμόνων που πολιόρκησαν τη Θήβα (των «Επτά επί Θήβας»). β. (μυθ.), οι Ηρακλείδες. γ. (ιστ.), οι γιοι και οι εγγονοί των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίγονον — ἐπίγονος born besides masc/fem acc sg ἐπίγονος born besides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιγόνοις — Ἐπίγονος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγόνοις — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιγόνοισι — Ἐπίγονος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγόνοισι — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιγόνου — Ἐπίγονος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγόνου — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”